- υδροηλεκτρικές
- η , ό[ν] гидроэлектрический;
υδροηλεκτρικές σταθμός — гидроэлектростанция;
υδροηλεκτρικέςή εγκατάσταση — гидроустановка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροηλεκτρικές σταθμός — гидроэлектростанция;
υδροηλεκτρικέςή εγκατάσταση — гидроустановка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
συλλέκτης — Αγωγός ειδικά κατασκευασμένος για να περισυλλέγει ρευστά διάφορων ειδών και προελεύσεων. Στην οικοδομική είναι ο αγωγός που οδηγεί την αποχέτευση του κτιρίου στους υπόνομους. Υπάρχει επίσης και ένας αγωγός, μεγάλης διαμέτρου, που συνδέει τα νερά… … Dictionary of Greek
Αλαμπάμα — I (Alabama). Πολιτεία (131.443 τ. χλμ., 4.481.000 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο νότιο τμήμα της χώρας. Συνορεύει με τις πολιτείες Μισισίπι στα Δ, Τενεσί στα Β, Τζόρτζια στα Α, Φλόριντα στα ΝΑ, και βρέχεται από τον κόλπο του Μεξικού στα Ν. Το… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ινγκούρ — Ποταμός (188 χλμ.) της δυτικής Γεωργίας. Πηγάζει από τον κεντρικό Καύκασο και εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο. Κατά μήκος του ποταμού υπάρχουν υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις … Dictionary of Greek
Κολομβία, Βρετανική — (British Columbia). Επαρχία (947.800 τ. χλμ., 3.907.738 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν (Ουάσινγκτον, Αϊντάχο και Μοντάνα) και στα ΒΔ (Αλάσκα), στα Β … Dictionary of Greek
Νάρβα — I (Narva). Ποταμός (72 χλμ.), που αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Εσθονίας και Ρωσίας. Στον Ν. ποταμό έχουν χτιστεί μεγάλες υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις. II (Narva). Πόλη (59.500 κάτ. το 2003) της Εσθονίας, στην επαρχία Ίντα Βίρου. Η πόλη… … Dictionary of Greek
Ντορντόν — I (Dordogne). Νομός (9.060 τ. χλμ., 390.300 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στην Ακουιτανία. Η ονομασία του οφείλεται στον ομώνυμο ποταμό. Ο νομός είναι κέντρο παραγωγής σιτηρών, φρούτων, κρασιών και καπνού, ενώ ανεπτυγμένη είναι και η κτηνοτροφία… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Σνέικ Ρίβερ — (Snake River). Ποταμός των ΗΠΑ που πηγάζει από τα Βραχώδη όρη, διασχίζει το εθνικό πάρκο του Γιέλοστόουν, τις Πολιτείες Όρεγκον και Άινταχο και χύνεται στον ποταμό Κολούμπια, του οποίου είναι ο μεγαλύτερος τροφοδότης. Έχει μήκος 1660 χλμ., και… … Dictionary of Greek
Χάμιλτον — I (Hamilton). Βρετανός ναύαρχος. Διακρίθηκε για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Στην εισβολή του Δράμαλη στην αργολική πεδιάδα, ο X. κατέπλευσε επικεφαλής αγγλικής μοίρας στο Ναύπλιο, αλλά τελικά δεν ήρθε σε επαφή με τους πολιορκημένους Τούρκους.… … Dictionary of Greek